- ευχρήματος
- εὐχρήματος, -ον (Α)πλούσιος, εύπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χρηματος (< χρήμα < χρώμαι), πρβλ. ερασι-χρήματος, φιλο-χρήματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐχρήματος — wealthy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρημάτους — εὐχρήματος wealthy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχρηματία — εὐχρηματία, ἡ (Α) [ευχρήματος] αφθονία χρημάτων, πλούτος … Dictionary of Greek
ευχρηματώ — εὐχρηματῶ, έω (Α) [ευχρήματος] είμαι εύπορος, έχω αρκετή περιουσία … Dictionary of Greek